Η τουρκική πυραυλική απειλή και η ελληνική απάντηση


Με σταθερά και μεθοδικά βήματα ήδη από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας η Τουρκία κατάφερε με τη συνεργασία της Κίνας, να αναπτύξει δύο βασικά οπλικά συστήματα μακρού πλήγματος, που επιτρέπουν στην ηγεσία της χώρας να εξαπολύσει αιφνιδιαστική επίθεση κατά των αντιπάλων της. Έναντι 300 εκατ. δολαρίων, η Τουρκία συμφώνησε με την Κίνα το 1998 την ανάπτυξη του βαλλιστικού πυραύλου J-600T Yildirim-I (βασισμένο στον Β-611) και την κατασκευή 200 από αυτούς, ο οποίος θα μπορούσε να πλήξει στόχο σε απόσταση 154 χλμ, με ακρίβεια κυκλικού σφάλματος 150 μέτρα. Μερικά χρόνια αργότερα το 2006, ξεκίνησε την ανάπτυξη ενός δεύτερου συστήματος, το οποίο θα αποτελέσει το μακρύ χέρι της Τουρκίας. Πρόκειται για τον πύραυλο cruise SOM, ο οποίος μπορεί να πλήξει με ακρίβεια 10 μέτρων στόχους, σε απόσταση 185-300 χλμ και πρόκειται σύντομα να ενταχτεί στο οπλοστάσιο της τουρκικής Αεροπορίας. Το πλέον ανησυχητικό για την Ελλάδα είναι ότι οι Τούρκοι επέτυχαν πρόσφατα να αυξήσουν την εμβέλεια του βλήματος στα 800 χλμ, καθιστώντας το συγκεκριμένο πύραυλο, ένα θανάσιμο οπλικό σύστημα που μπορεί να καταστρέψει τις ελληνικές στρατηγικές υποδομές χωρίς καν τα τουρκικά αεροσκάφη να χρειαστεί να πλησιάσουν τις τουρκικές ακτές του Αιγαίο.

Γράφει ο Γιώργος Τσιμπούκης 
Η πυραυλική ισορροπία Ελλάδας-Τουρκίας.
Αν και η Ελλάδα διαθέτει επιχειρησιακά από το 2009, εκατό περίπου πυραύλους cruise SCALP-EG, οι οποίοι μπορούν να αξιοποιηθούν από τα 25 Mirage 2000-5 MkII, της Π.Α, τα βλήματα αυτά αποτελούν το μόνο οπλικό σύστημα μακρού πλήγματος που η χώρα μας διαθέτει. Αναμφίβολα, η αποστολή μαχητικών σε αποστολή καταστροφής τουρκικών στόχων στρατηγικής σημασίας εξοπλισμένα με πυραύλους SCALP-EG δεν εμπεριέχει το στοιχείο του αιφνιδιασμού. Το γαλλικό πυραυλικό σύστημα λόγω της εμβέλειας του που φτάνει σύμφωνα με την Π.Α τα 300 χλμ, χαρακτηρίζεται ως υποστρατηγικό όπλο και αναγκάζει τα ελληνικά μαχητικά, να πλησιάσουν τα ελληνικά νησιά του Αν. Αιγαίου, για να μπορέσουν να πλήξουν στόχους στην ενδοχώρα της Τουρκίας. Από την άλλη πλευρά, η πρόσφατη απόφαση των Τούρκων να προμηθευτούν 12 μονάδες του κινεζικού αντιαεροπορικού συστήματος μεγάλης εμβέλειας και ύψους FD-2000 θα πρέπει να προβληματίσει την Π.Α.
Οι συγκεκριμένοι πύραυλοι, εγκατεστημένοι σε απόσταση 10-15 χλμ από τις μικρασιατικές ακτές, θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μία ζώνη απαγόρευσης σε απόσταση μέχρι και 125 χλμ από τους σταθμούς εκτόξευσης, καλύπτοντας ένα σημαντικό τμήμα του εναερίου χώρου του ανατολικού Αιγαίου, σχεδόν μέχρι τον 25ο Μεσημβρινό στη μέση του Αιγαίου. Ουσιαστικά το ενδεχόμενο ανάπτυξης αυτών των πυραυλικών συστημάτων πλησίον των ακτών της Ανατολίας, θα περιόριζε τη δραστική εμβέλεια των ελληνικών πυραύλων SCALP-EG, αφού τα ελληνικά μαχητικά, θα είναι εκτεθειμένα στα τουρκικά αντιαεροπορικά συστήματα, πριν καν φτάσουν κοντά στα νησιά του Αν. Αιγαίου.

Αντιθέτως, τα τουρκικά F-4E-2020 Terminator και F-16C Block52Adv, μπορούν να αξιοποιήσουν το πλεονέκτημα της νέας έκδοσης του τουρκικού πυραύλου SOM, ο οποίος σύμφωνα με τους κατασκευαστές του, μπορεί να πλήξει με ακρίβεια χάρις στο συνδυασμό συστημάτων GPS/INS/TERPROM/IIR/ATR, στατικούς στρατηγικούς στόχους σε απόσταση 800 χλμ. Εάν σε αυτό το οπλικό σύστημα προσθέσουμε και τον νέο τουρκικό βαλλιστικό πύραυλο Yildirim-II, ο οποίος μπορεί να πλήξει στόχους σε απόσταση 300-400 χλμ, με μία πολεμική κεφαλή βάρους 480 κιλών, τότε οι δυνατότητες της Τουρκίας για την επίτευξη ενός αιφνιδιαστικού πρώτου πλήγματος, είναι περισσότερο από ποτέ αυξημένες. Ο συγκεκριμένος πύραυλος ανήκει στην οικογένεια των κινεζικών πυραύλων σπονδυλωτής σχεδίασης Β-611, η οποία ενσωματώνει εναλλακτικές δυνατότητες συστημάτων ελέγχου–πλοήγησης, σύμφωνα με τις επιχειρησιακές απαιτήσεις του χρήστη.
Πιο αναλυτικά, ο Yildirim-II εκτιμάται ότι πρόκειται για ένα πύραυλο που κατευθύνεται προς το στόχο, αξιοποιώντας τα συστήματα GPS/INS που διαθέτει, ενώ για την τελική φάση, ο κατασκευαστής προσφέρει μία κάμερα IIR/TV τοποθετημένη στο ρύγχος, η οποία σε συνδυασμό με το σύστημα ελέγχου και τις δορυφορικές φωτογραφίες του στόχου που έχουν αποθηκευτεί πριν από την εκτόξευση, μπορεί να τον εντοπίσει “ταιριάζοντας” την ψηφιοποιημένη εικόνα του στόχου, με την εικόνα που “βλέπει” ο αισθητήρας του. Επιπλέον ο Β-611, στο οποίο βασίζεται ο Yildirim-II, παρουσιάζεται ως πυραυλικό σύστημα, το οποίο διαθέτει ελισσόμενο όχημα επανεισόδου (MRV), που του επιτρέπει την αύξηση την επιβιωσιμότητα του έναντι αντιβαλλιστικών συστημάτων και την αύξηση της ακρίβειας του κυκλικού σφάλματος, το οποίο εκτιμάται στα 15-30 μέτρα. Αυτό επιτυγχάνεται, διότι στο τελικό στάδιο ο πύραυλος, μπορεί να πραγματοποιήσει ελιγμούς και δεν ακολουθεί μία προβλέψιμη βαλλιστική τροχιά. Όσον αφορά την απόκτηση των δεδομένων για την καθοδήγηση του πυραύλου και τον εντοπισμό του στόχου, η Τουρκία το 2015 θα διαθέτει τον υψηλής ανάλυσης δορυφόρο τηλεπισκόπησης Gokturk-1, το 2019 τον δορυφόρο παρατήρησης με σύστημα Radar Συνθετικού Ανοίγματος (SAR) Gokturk-3, ενώ το 2021 και 2025 θα εκτοξεύσει δύο ακόμη δορυφόρους τηλεπισκόπησης και SAR αντίστοιχα. Τέλος το 2026, η Τουρκία θα εκτοξεύσει 6-8 δορυφόρους χρονισμού και γεωγραφικής τοποθέτησης, δημιουργώντας ένα εθνικό περιφερειακό σύστημα GPS.
Η απάντηση της Ελλάδας στην τουρκική πυραυλική απειλή.
Σε αυτή την πολλαπλή απειλή, η Ελλάδα απαντά με το σύστημα αεράμυνας που “χτίστηκε” σταδιακά τα τελευταία δέκα χρόνια, το οποίο αποτελείται από έξι πυροβολαρχίες πυραύλων Patriot PAC-3 και δύο πυροβολαρχίες συστημάτων S-300PMU-1. Όμως όσο και σύγχρονο αν είναι το ελληνικό σύστημα αεράμυνας, το γεγονός ότι η Τουρκία διαθέτει τουλάχιστον 200 πυραύλους J-600T Yildirim-I, καθώς και άγνωστο αριθμό πυραύλων Yildirim-II με δυνατότητα μαζικής παραγωγής μεγάλου αριθμού πυραύλων cruise SOM, οδηγεί αναγκαστικά την Ελλάδα στην επιλογή μίας διαφορετικής λύσης από την αντιβαλλιστική άμυνα.

Η εμπειρία από άλλες συρράξεις έχει αποδείξει ότι ουδέποτε ήταν δυνατή η αναχαίτιση του συνόλου των πυραύλων που εκτόξευσε ο εχθρός. Για το λόγο αυτό, η πλέον ενδεδειγμένη λύση για την Ελλάδα είναι η υιοθέτηση του αποτρεπτικού δόγματος του “Ισοδύναμου Πλήγματος”, δηλαδή της καταστροφής στόχων στο έδαφος της Τουρκίας με βαλλιστικούς πυραύλους, εφόσον ελληνικοί στόχοι πληγούν από τουρκικούς πυραύλους. Από οικονομικής απόψεως, η υλοποίηση του συγκεκριμένου δόγματος, είναι εντός των οικονομικών δυνατοτήτων της χώρας, σε σύγκριση με την πολυέξοδη ανάπτυξη μίας ολοκληρωμένης αντιβαλλιστικής ομπρέλας, που θα πρέπει να εντοπίσει και να εξουδετερώσει πυραύλους cruise ή βαλλιστικούς πυραύλους με δυνατότητα ελιγμών στο τελικό στάδιο.
Ο πύραυλος ISKANDER-E μία λύση για την Ελλάδα Το πλέον κατάλληλο πυραυλικό σύστημα για την Ελλάδα, το οποίο μάλιστα μας είχε προσφερθεί στο παρελθόν, είναι ο ρωσικός τακτικός πύραυλος στερεών καυσίμων ISKANDER-E (SS-26 Tender). Πρόκειται για ένα πύραυλο με μήκος 7,1 μέτρα, διάμετρο 0,92 μέτρα, και συνολικό βάρος 3,8 τόνους. Η πολεμική του κεφαλή έχει βάρος 480 κιλά και αποτελείται από 54 βομβίδια, ή εναλλακτικά από γόμωση εκτόνωσης θραυσμάτων, διασποράς και διατρητική. Η εμβέλεια του υπερηχητικού πυραύλου (6-7 Mach) καλύπτει τις ελληνικές επιχειρησιακές ανάγκες, ενώ η ακρίβεια του φτάνει τα 30-70 μέτρα όταν ο πύραυλος χρησιμοποιεί για την καθοδήγηση του τα συστήματα INS/GLONASS και τα 5-7 μέτρα, όταν στην τελική φάση χρησιμοποιείται ο συνδυασμός ενός αισθητήρα IIR και ενός ραντάρ, που σε συνεργασία με το σύστημα ελέγχου του πυραύλου “ταυτίζει” το στόχο με τις ψηφιακές δορυφορικές φωτογραφίες που έχουν νωρίτερα αποθηκευτεί.
Σημειώνεται ότι ο πύραυλος μπορεί να λάβει ανανεωμένα δεδομένα εν πτήσει, για να πλήξει ακόμα και κινούμενους στόχους. Για την αντιμετώπιση των αντιβαλλιστικών πυραύλων, ο ISKANDER-E είναι εξοπλισμένος με ένα ενεργό παρεμβολέα ραντάρ, ενώ στην τερματική φάση μπορούν να εκτοξευτούν και αερόφυλλα. Ο πύραυλος ISKANDER-E ανέρχεται στα 50 χλμ, στα χαμηλά επίπεδα της ιονόσφαιρας και ακολούθως κινείται προς το στόχο μέσω ενδιάμεσων σημείων. Κατά την τελική φάση ο πύραυλος δεν εκτελεί απευθείας βύθιση προς το στόχο, αλλά ελιγμούς φόρτισης 20-30g, εξουδετερώνοντας τις όποιες δυνατότητες της εχθρικής αεράμυνας.
Ο κάθε εκτοξευτής του συστήματος αποτελείται από ένα όχημα 8x8 MZKT-7930, το οποίο περιλαμβάνει σε ειδικό προστατευόμενο χώρο δύο βλήματα σε παράλληλη διάταξη, τα οποία με προετοιμασία 4 λεπτών ανυψώνονται κάθετα και μπορούν να εκτοξευτούν μέσα σε ένα λεπτό, επιτρέποντας στο όχημα να αλλάξει άμεσα θέση. Ο εντοπισμός των στόχων και οι συντεταγμένες αυτών, μπορούν να αποκτηθούν από το στρατιωτικό ευρωπαϊκό δορυφόρο επισκόπησης υψηλής ευκρίνειας Hellios-IIB, στο οποίο η Ελλάδα συμμετέχει. Το κόστος απόκτησης τεσσάρων πυροβολαρχιών ISKANDER-E των τριών εκτοξευτών, είναι εντός των οικονομικών δυνατοτήτων της χώρας ακόμα και υπό τις παρούσες συνθήκες. Το συγκεκριμένο όπλο θεωρείται πολλαπλασιαστής ισχύος και αποτρεπτικό όργανο στα χέρια της ελληνικής κυβέρνησης η οποία έχει το δικαίωμα να αμυνθεί, αφού οι γείτονες πρώτοι απέκτησαν αντίστοιχα όπλα. Το ερώτημα όμως που τίθεται είναι απλό. Υπάρχει σήμερα η πολιτική βούληση για την απόκτηση ενός τέτοιου συστήματος ή θα αφεθούμε όμηροι στις προθέσεις των πυραυλικών δυνατοτήτων της Άγκυρας.

http://defencenews.gr/index.php/2013-12-13-10-07-23/2013-12-13-14-19-27/171-i-tourkiki-pyravliki-apeili-kai-i-elliniki-apantisi

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις