Εθνική ναυπηγική βιομηχανία: Δουλειά υπάρχει και δεν τη βλέπουν…


Είμαστε ήδη στο μέσο του Ιανουαρίου και το δράμα της εθνικής ναυπηγικής βιομηχανίας συνεχίζεται αφού, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, η κυβέρνηση έχει αποδοθεί σε έναν δύσκολο αγώνα για την αντιμετώπιση επιμέρους ζητημάτων, αλλά δεν έχει κατασταλάξει ακόμη στην εθνική στρατηγική για τον συγκεκριμένο βιομηχανικό τομέα. 
Κατά την άποψη του «defence-point.gr» για άλλη μία φορά παρουσιάζεται το φαινόμενο να βάζουμε το «κάρο» εμπρός από το «άλογο».
Ποιό είναι το «κάρο»;
Μα τα επιμέρους προβλήματα, τα οποία στη συντριπτική τους πλειοψηφία προέρχονται από το πρόσφατο ή απώτερο παρελθόν και αποτελούν απόρροια λανθασμένων (πλέον εκ του αποτελέσματος) επιλογών, παραλείψεων και αποσπασματικών λύσεων (απόρροια της διαχρονικής έλλειψης εθνικής στρατηγικής για τον συγκεκριμένο βιομηχανικό τομέα). Όμως, η επίλυση τους με τον ένα ή τον άλλον τρόπο, χωρίς πλαίσιο αναφοράς σε στρατηγικό επίπεδο, απλώς αποτελεί σπασμωδική αντιμετώπιση, χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Ποιό είναι το «άλογο»;
Μα φυσικά τι είδους ναυπηγική βιομηχανία θέλουμε ως χώρα να έχουμε (πολιτική – κυβερνητική επιλογή) και σε πρακτικό επίπεδο τι έργο μπορεί να έχει ώστε να είναι βιώσιμη και κερδοφόρα (αυτή η απαίτηση θα πρέπει να ισχύει και για τις κρατικά ελεγχόμενες επιχειρήσεις, οι οποίες εξ ορισμού στην Ελλάδα παράγουν συστηματικά ελλείμματα).
Τα δεδομένα που καθορίζουν το πλαίσιο της απάντησης είναι πλέον σε όλους μας περισσότερο ή λιγότερο γνωστά.
Η εσωτερική αγορά δεν μπορεί πλέον να διατηρήσει την υπάρχουσα βιομηχανική υποδομή και απασχόληση. Από ότι αποδείχθηκε βέβαια ούτε στο πριν την οικονομική κρίση παρελθόν μπορούσε να συμβεί αυτό. Απλώς οι παλιότερες οικονομικές «τρύπες» καλύπτονταν με την ανάθεση νέων συμβάσεων του ελληνικού δημοσίου, και η μέθοδος εμφανιζόταν να λειτουργεί αποτελεσματικά μεταφέροντας τις υποχρεώσεις και τα ελλείμματα στο μέλλον. Εξάλλου όλη η χώρα λειτουργούσε σε αυτό το μοντέλο.
Όταν το ελληνικό δημόσιο «έμεινε» από πιστώσεις τότε αμέσως εξερράγη η βόμβα. Το φυτίλι όμως είχε ανάψει εδώ και δεκαετίες.
Ταυτόχρονα, βυθισμένοι στην επίπλαστη ευμάρεια μας, χαμένοι στον μικρόκοσμο της ελληνικής μοναδικότητας, τόσο η κοινωνία μας όσο και η βιομηχανία μας παρακολουθούσε ή καλύτερα απέστρεφε το πρόσωπο της από νέο παγκοσμιοποιημένο οικονομικό και βιομηχανικό περιβάλλον. Όταν οι «τίγρεις» της Ανατολής (Κίνα, Νότια Κορέα, κ.λπ.) άρχισαν να σαρώνουν τις πολιτικές ναυπηγήσεις, κυρίως στη βάση του χαμηλότερου εργατικού κόστους, εμείς παρακολουθούσαμε μάλλον αδιάφοροι και επιφανειακά ψύχραιμοι. Όταν γειτονικές χώρες, όπως η Τουρκία, η Ρουμανία άρχισαν να σαρώνουν τις επισκευές στην ευρύτερη γειτονιά μας, πάλι κυρίως στη βάση του χαμηλότερου εργατικού κόστους, πάλι δεν χάσαμε την «ολύμπια» ηρεμία μας. Εξάλλου, το ελληνικό δημόσιο είχε τη δυνατότητα να αναθέτει διαδοχικά συμβάσεις για λογαριασμό του Πολεμικού Ναυτικού, όπου μάλιστα οι δύο μεγάλες ελληνικές εταιρίες του χώρου ήταν οι κύριοι ανάδοχοι.
Κύριοι ανάδοχοι όμως μόνο κατ’ όνομα, αφού η παροχή τεχνογνωσίας, συστημάτων, αισθητήρων, όπλων και η ουσιαστική ολοκλήρωση γίνονταν από τους κύριους υποκατασκευαστές, που με περισσή φροντίδα περιφρουρούσαν το συγκεκριμένο προνόμιο τους. Έτσι η εθνική βιομηχανία ουσιαστικά περιορίστηκε στον ρόλο του «κομπάρσου» αναλαμβάνοντας τις λιγότερο προηγμένες τεχνολογικά και περισσότερο ανθρωποβόρες εργασίες, η δε μεταφορά τεχνογνωσίας, για την ανάπτυξη ιδίων δυνατοτήτων, γινόταν με το σταγονόμετρο.
Σήμερα όμως, λόγω της οικονομικής κρίσης, ούτε αυτή η δυνατότητα υπάρχει. Παρά τις αυξημένες επιχειρησιακές απαιτήσεις του Πολεμικού Ναυτικού, οι οποίες απορρέουν από πραγματικές ανάγκες (η ανακήρυξη της ελληνικής ΑΟΖ αποτελεί το πιο εκκωφαντικό παράδειγμα), εν τούτοις οι οικονομικές δυνατότητες της χώρας είναι περιορισμένες (καλά – καλά δεν επαρκούν ούτε για τη συντήρηση των υφιστάμενων επιχειρησιακών μέσων).
Ποια είναι λοιπόν η λύση για το ζήτημα της εξεύρεσης έργου; Μα μόνο οι αγορές του εξωτερικού.
Μόλις χθες το «defence-point.gr» ανάρτησε είδηση (η είδηση στον σύνδεσμο http://www.defence-point.gr/news/?p=67023) που αναφέρεται στην απόφαση του Ισραήλ να επενδύσει ποσοστό μεγαλύτερο του 20% από τα έσοδα στην ενίσχυση του Ναυτικού του, το οποίο θα αναλάβει το μεγάλο βάρος της προστασίας των εξεδρών άντλησης του πετρελαίου και του φυσικού αερίου.
Στην εικόνα θα προσθέσουμε και την Κύπρο. Το επόμενο 15ήμερο η κατασκευής DCNS γαλλική κορβέτα «L’Adroit», τύπου Gowind, θα βρίσκεται στον λιμένα της Λεμεσού για το διάστημα 24-26 Ιανουαρίου 2013 (http://www.defence-point.gr/news/?p=66645 και http://www.defence-point.gr/news/?p=65478). Η επίσκεψη έχει βέβαια πολιτική σημασία αλλά ταυτόχρονα αποτελεί και κίνηση εμπορικής προώθησης της σχεδίασης στην Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία αργότερα ή γρηγορότερα θα πρέπει να αποκτήσει τα μέσα για την επιτήρηση της ΑΟΖ της.
Για εύκολα αντιληπτούς λόγους οι δύο χώρες αποτελούν δύο ώριμες αγορές για την εθνική ναυπηγική βιομηχανία καθώς η εκμετάλλευση και η διακίνηση των υποθαλάσσιων ενεργειακών πόρων τις καθιστά εξ ορισμού μέλη του ενεργειακού διαδρόμου Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ.
Στην περίπτωση του Ισραήλ, οι σχέσεις με την Ελλάδα υπαγορεύονται πέρα από την εκμετάλλευση και διακίνηση των ενεργειακών πόρων και από την πιεστική ανάγκη της πρώτης για την απόκτηση στρατηγικού βάθους, που όμως μπορεί απλόχερα να προσφέρει η χώρα μας. Τα τελευταία χρόνια, η στρατιωτική συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών αναπτύσσεται συστηματικά και οι ασκήσεις, οι επισκέψεις και οι ανταλλαγές μεταξύ των ελληνικών και των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων συνεχώς πυκνώνουν. Αντίθετα, στον τομέα της βιομηχανικής αμυντικής συνεργασίας μέχρι σήμερα επικρατεί μία διόλου ισόρροπη ανάπτυξη. Η χώρα μας, και λόγω των δεδομένων, έχει περιοριστεί στον ρόλο του πιθανού «αγοραστή» προϊόντων της εξαιρετικά δυναμικής και εξαγωγικά προσανατολισμένης ισραηλινής αεροδιαστημικής και αμυντικής βιομηχανίας.
Όμως με την ανακοινωθείσα πρόθεση του Ισραήλ να ενισχύσει τις ναυτικές του δυνάμεις και τον περιορισμό των δυνατοτήτων της ναυπηγικής του βιομηχανίας σε μικρού εκτοπίσματος και αυτονομίας σκάφη περιπολίας και κρούσης, η ελληνική πλευρά κρατάει στα χέρια της ένα πολύ δυνατό «χαρτί».
Το «χαρτί» είναι ότι η ελληνική ναυπηγική βιομηχανία, παρά τα προβλήματα που προαναφέρθηκαν, είναι ότι έχει συσσωρευμένη εμπειρία στη ναυπήγηση μεσαίου – μεγάλου εκτοπίσματος (κανονιοφόροι – πυραυλάκατοι – φρεγάτες) πλοίων επιφανείας. Ας σημειωθεί εδώ ότι ο όμιλος στον οποίο ανήκουν σήμερα τα ΕΝΑΕ, έχει στην κυριότητα του και τα ναυπηγεία της CMN που στο παρελθόν έχουν προμηθεύσει με πλοία επιφανείας στο ισραηλινό Ναυτικό (αρχικά πέντε πυραυλακάτους Saar 3, ενώ τόσο οι Saar 4 και Saar 4,5 αποτελούν σχεδιαστικές εξελίξεις τους). Μάλιστα σήμερα, σύμφωνα με πληροφορίες, το Ισραήλ βρίσκεται σε επαφές με τη CMN για τις νέες σχεδιάσεις πλοίων επιφανείας που αυτή έχει αναπτύξει, ώστε να καλύψει την απαίτηση για ενίσχυση των ναυτικών δυνατοτήτων του.
Κατά συνέπεια η ελληνική πλευρά θα πρέπει άμεσα να εγείρει το ζήτημα σε πολιτικό επίπεδο και να το συμπεριλάβει στην ατζέντα της συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών στο πρότυπο του περιβόητου «διπλού δρόμου» που τα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ ζήτησαν και πέτυχαν σε κάποιο βαθμό να διέπει τις αμυντικές βιομηχανικές σχέσεις τους με τις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Με άλλα λόγια η ελληνική πλευρά να αποκτήσει νοοτροπία «πωλητή» και όχι αποκλειστικά «πελάτη», τα δε υπουργεία Εξωτερικών και Άμυνας πέρα από την υψηλή πολιτική θα πρέπει να εντάξουν στις δραστηριότητες τους και την προώθηση της ελληνικής βιομηχανίας.Αυτό μπορεί να φαίνεται περίεργο για την ελληνική πλευρά, όμως αποτελεί πλέον συνήθη διεθνή πρακτική (για παράδειγμα στο Ισραήλ, η SIBAT, που μεταξύ άλλων, προωθεί εμπορικά τα προϊόντα της ισραηλινής αεροδιαστημικής και αμυντικής βιομηχανίας είναι οργανική υπηρεσία του ισραηλινού υπουργείου Άμυνας).
Αν δε συνυπολογιστεί ότι πρόσφατα το Ισραήλ και η Ιταλία  συνεργάστηκαν στην υλοποίηση αμυντικών προγραμμάτων στη βάση αυτής της λογικής (ιταλικά αεροσκάφη προκεχωρημένης εκπαίδευσης και δορυφορικά συστήματα τηλεπισκόπισης σε αντάλλαγμα για ισραηλινής σχεδίασης αεροσκάφη ηλεκτρονικού πολέμου), αυτό αποτελεί όχι μόνο απόδειξη για τη βάση του επιχειρήματος αλλά και του γεγονότος ότι η ισραηλινή πλευρά το έχει αποδεχθεί.
Στην περίπτωση της Κύπρου, πέρα από την ειδική σχέση της με την Ελλάδα, το βασικό επιχείρημα είναι ότι η απόκτηση σκαφών επιφανείας από τη Διοίκηση Ναυτικού της Εθνικής Φρουράς ίδιου τύπου με αυτά που επιχειρεί το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό, επιλύει πολύ σημαντικά προβλήματα σε ότι αφορά την υποστήριξη, την υποστήριξη και την εκπαίδευση.
Και στις δύο περιπτώσεις χωρών που αναφέρθηκαν, η σύναψη διακρατικών συμφωνιών και ο συντονισμός των ναυτικών προγραμμάτων (η επιτήρηση της ΑΟΖ απαιτεί σχεδιάσεις με ειδικά χαρακτηριστικά που όμως είναι σε μεγάλο βαθμό κοινά και για τις τρεις χώρες), μπορούν να αποτελέσουν ανάσα ζωής για τη χειμαζόμενη εθνική βιομηχανία.
Θεωρούμε ότι η ώρα είναι κατάλληλη για την ελληνική κυβέρνηση να εκμεταλλευτεί τις γεωπολιτικά ευνοϊκές συγκυρίες ώστε να διασφαλίσει έργο από τις αγορές του εξωτερικού για την εθνική ναυπηγική βιομηχανία, αλλά και να την καταστήσει κύριο παράγοντα στις επερχόμενες αλλαγές σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Διαφορετικά, ακόμη και αν επιλυθούν τα επί μέρους προβλήματα το μέλλον της θα είναι αβέβαιο και σκοτεινό.
defence-point.gr

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις