Οι επιπτώσεις της απόφασης αύξησης της οροφής του στόλου υποβρυχίων

Σε μία σημαντική απόφαση προχώρησαν, σύμφωνα με πληροφορίες, το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας (ΓΕΕΘΑ), ως το ανώτατο διακλαδικό επιχειρησιακό στρατηγείο, και το Γενικό Επιτελείο Ναυτικού (ΓΕΝ), ως ο αρμόδιος επιχειρησιακός φορέας.
Συγκεκριμένα αποφασίστηκε η άρση της απόφασης παροπλισμού των τριών εναπομεινάντων υποβρυχίων Type 209/1100 (τύπου «ΓΛΑΥΚΟΣ»), ενώ ταυτόχρονα προωθήθηκαν και υπογράφηκαν προγράμματα συντήρησης της συνολικής δύναμης με την εξασφάλιση ροής ανταλλακτικών γεγονός που σταδιακά ενδέχεται να αυξήσει την δύναμη των υποβρυχίων του Στόλου σε 13 μονάδες.

Με τη συνεργασία του Ινστιτούτου Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας (ΙΑΑΑ–ISDA)
Σύμφωνα με πληροφορίες η παραπάνω απόφαση βασίστηκε στο ακόλουθο σκεπτικό:
>τη διαπίστωση ότι ο χώρος εθνικού στρατηγικού ενδιαφέροντος και φυσικά του επιχειρησιακού σχεδιασμού των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων έχει μετατοπιστεί – επεκταθεί από πλευράς βαρύτητας στην Ανατ. Μεσόγειο. Είναι αυτονόητο ότι η μεταβολή αυτή επιβλήθηκε από τις κατακλυσμικές εξελίξεις που δρομολογήθηκαν και συνεχίζουν να λαμβάνουν χώρα λόγω της ανακάλυψης πολλά υποσχόμενων ενεργειακών κοιτασμάτων στις υποθαλάσσιες περιοχές κυριαρχικών μας δικαιωμάτων.
>για την επιτήρηση και τον έλεγχο της συγκεκριμένης περιοχής το φορτίο πρόκειται να αναληφθεί από τις αεροναυτικές δυνάμεις και κυρίως από το Πολεμικό Ναυτικό (ΠΝ) το οποίο έχει ήδη τη δυνατότητα μακρόχρονης παραμονής στις περιοχές ενδιαφέροντος με οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες προς διεξαγωγή των απαραίτητων επιχειρήσεων επιτήρησης και ελέγχου και εξασφάλισης της αποτροπής. Όμως, οι διατιθέμενες σήμερα μονάδες επιφανείας του ΠΝ δεν έχουν τις δυνατότητες αντιαεροπορικής άμυνας περιοχής η οποία θα τους εξασφάλιζε και την επιβίωση στον συγκεκριμένο επιχειρησιακό χώρο.
>για τον λόγο αυτό και αφού λήφθηκε υπόψη η γεωγραφία, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του (πρωτίστως θαλασσίου) χώρου εθνικού στρατηγικού ενδιαφέροντος, οι προκλήσεις ασφαλείας και φυσικά τα χαρακτηριστικά της κύριας απειλής, κρίθηκε ότι το υποβρύχιο αποτελεί το κατ’ εξοχήν στρατηγικό όπλο για τη διασφάλιση των εθνικών συμφερόντων, καθότι παρέχει τις ακόλουθες δυνατότητες:
1. Ανάληψης μακροχρόνιων αποστολών
2. Εκτέλεσης της αποστολής με ελάχιστη επίδραση των καιρικών συνθηκών
3. Ασύμμετρου πλήγματος
4. Αιφνιδιασμού και συνεπώς δημιουργίας συναισθήματος διαρκούς ανασφάλειας στον αντίπαλο
5. Απαγόρευσης χρήσης περιοχής σε μονάδες επιφανείας
Κατά συνέπεια, τα προαναφερθέντα καθιστούν την ενίσχυση των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων με το υποβρύχιο ως «στρατηγικό όπλο εκ των ων ουκ άνευ», αλλά και ταυτόχρονα αναγορεύουν το υποβρύχιο ως κύριο μέσο προάσπισης των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων. Είναι προφανές, ότι στα προαναφερθέντα βασικά σημεία του σκεπτικού που οδήγησε στη άρση της απόφασης παροπλισμού των τριών εναπομεινάντων υποβρυχίων Type 209/1100 (τύπου «ΓΛΑΥΚΟΣ»), είναι δύσκολο να εκφραστεί τεκμηριωμένη αντίρρηση.
Με τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα και με συνεχώς αυξανόμενη την ανάγκη να διασφαλίσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα και τα ζωτικά της συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο που ταχύτατα μετατρέπεται σε ενεργειακό «Ελντοράντο», η διατήρηση σε υπηρεσία των τριών υποβρυχίων Type 209/1100 (τύπου «ΓΛΑΥΚΟΣ»), παρά το προχωρημένο της ηλικίας τους, είναι μία από τις ελάχιστα διαθέσιμες και άμεσης ανταπόδοσης επιλογές.
Όμως, η αύξηση της οροφής του στόλου των υποβρυχίων του Πολεμικού Ναυτικού σε 13 μονάδες που θα μπορούσε σε συγκεκριμένο χρονική περίοδο στο μέλλον να επιτευχθεί (θα περιγραφούν παρακάτω σενάρια και προϋποθέσεις), με τα σημερινά δεδομένα και την πιο πιθανή πρόβλεψη για την εξέλιξη τους, φαντάζει πολύ δύσκολος στόχος κυρίως για να διατηρηθεί σε βάθος χρόνου.
Το παρόν και το μέλλον
Η σύνθεση του ελληνικού υποβρυχιακού στόλου όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα και η εξέλιξη του με παραδοχή την ολοκλήρωση των συμβάσεων «Αρχιμήδης» (ναυπήγηση τεσσάρων υποβρυχίωνType 214) και «Ποσειδών ΙΙ» (εκσυγχρονισμός μέσης ζωής – EMZ υποβρυχίου «ΩΚΕΑΝΟΣ» S118και ναυπήγηση δύο υποβρυχίων Type 214) παρουσιάζεται στον παρακάτω πίνακα:
Από τον πίνακα είναι εμφανές ότι πλην του «ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ» που ήδη έχει συμπληρώσει τριετή υπηρεσία, το σύνολο των υποβρυχίων του ΠΝ έχει ηλικίες που κυμαίνονται από 33 ως 42 έτη,έχοντας εξαντλήσει σχεδόν το όριο επιχειρησιακής ζωής του και υπό άλλες προϋποθέσεις θα έπρεπε να είχαν παροπλιστεί.
Είναι επίσης εμφανές, ότι για το άμεσο μέλλον το μεγάλο στοίχημα για την ανανέωση του υποβρυχιακού στόλου το ΠΝ, είναι η ολοκλήρωση των εργασιών ναυπήγησης – δοκιμών και παραλαβής των τριών υποβρυχίων Type 214 της σύμβασης «ΑΡΧΙΜΗΔΗΣ» καθώς και του εκσυγχρονισμένου «ΩΚΕΑΝΟΣ» S118.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί, ότι αν οι αρχικές συμβάσεις υποβρυχίων είχαν εξελιχθεί ομαλά και σύμφωνα με τις προβλέψεις τους, τότε σήμερα το Πολεμικό Ναυτικό θα είχε ήδη εντάξει σε υπηρεσία τέσσερα υποβρύχια Type 214 και τρία εκσυγχρονισμένα Type 209/1200 AIP «ΩΚΕΑΝΟΣ».
Όμως, ακόμη κι αν οι εργασίες ναυπήγησης – δοκιμών και παραλαβής των τριών υποβρυχίων Type 214 της σύμβασης «ΑΡΧΙΜΗΔΗΣ» και του εκσυγχρονισμένου «ΩΚΕΑΝΟΣ» S118 ολοκληρωθούν εντός των επομένων 24 ως 30 μηνών, η κατάσταση όπως παρουσιάζεται στον παρακάτω πίνακα (όπου οι χρονικές εκτιμήσεις είναι ενδεικτικές), ΔΕΝ μεταβάλλεται δραματικά:
Στην καλύτερη περίπτωση, δηλαδή αν η παράδοση στο ΠΝ του «ΠΙΠΙΝΟΣ» S121, του δεύτερου Type 214 της σύμβασης «ΑΡΧΙΜΗΔΗΣ» και του εκσυγχρονισμένου Type 209/1200 AIP «ΩΚΕΑΝΟΣ» S118, γίνει τους επόμενους 12 ως 18 μήνες, τότε το 2015 η δύναμη του υποβρυχιακού στόλου θα ανέλθει σε εννέα μονάδες (δύο Type 214, ένα Type 209/1200 AIP, τρία Type 209/1200 και τρία Type 209/1100).
Η δύναμη θα αυξηθεί στα 11 υποβρύχια το 2016-2017, με την παράδοση στο ΠΝ των υπόλοιπων δύο υποβρύχιων Type 214 της σύμβασης «ΑΡΧΙΜΗΔΗΣ», δηλαδή του «ΜΑΤΡΟΖΟΣ» S122 και του «ΚΑΤΣΩΝΗΣ» S123. Περαιτέρω αύξηση της δύναμης του στόλου στις 13 μονάδες αναμένεται περί το 2020-2021 με την παράδοση στο ΠΝ των δύο υποβρυχίων Type 214 (S124 και S125) της σύμβασης «ΠΟΣΕΙΔΩΝ ΙΙ».
Όμως, το κατά πόσον τελικά η συγκεκριμένη σύμβαση θα υλοποιηθεί πλήρως παραμένει ακόμη άγνωστο, λόγω της δημοσιονομικής κατάστασης της χώρας. Αλλά ακόμη και στην περίπτωση που τελικά η σύμβαση «ΠΟΣΕΙΔΩΝ ΙΙ» υλοποιηθεί πλήρως, τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 2020, τα τρία υποβρύχια Type 209/1100 «ΓΛΑΥΚΟΣ» θα έχουν συμπληρώσει περί τα 50 χρόνια υπηρεσίας, ενώ και τα τρία υποβρύχια Type 209/1200 «ΠΟΣΕΙΔΩΝ» θα προσεγγίζουν τα 45 χρόνια υπηρεσίας.
Δηλαδή, με άλλα λόγια, εφόσον ο επιχειρησιακός σχεδιασμός συνεχίζει να επιβάλλει τη διατήρηση της οροφής του υποβρυχιακού στόλου στις 13 μονάδες θα απαιτηθεί η αντικατάσταση τους με τουλάχιστον έξι νέα υποβρύχια. Για λόγους που γίνονται εύκολα αντιληπτοί από τον πίνακα, η ιδανική περίπτωση θα είναι το πρόγραμμα ναυπήγησης των έξι νέων υποβρυχίων να συμβασιοποιηθεί τη διετία 2019-2020, ώστε οι παραδόσεις τους να αρχίσουν την περίοδο 2024-2025.
Στην περίπτωση όμως που η οροφή του υποβρυχιακού στόλου επανέλθει στο επίπεδο των οκτώ μονάδων, τότε η ανάγκη ναυπήγησης νέων υποβρυχίων στο προαναφερθέν χρονικό διάστημα περιορίζεται σημαντικά ή μπορεί να θεωρηθεί ότι σχεδόν εκμηδενίζεται.
Όμως για λόγους μακροπρόθεσμου σχεδιασμού και προγραμματισμού και για επιτευχθεί η οικονομικά εφικτή ανανέωση του στόλου σε βάθος χρόνου, πάλι θα απαιτηθεί περί τα μέσα της δεκαετίας 2020-2030, η υλοποίηση νέου προγράμματος ναυπήγησης υποβρυχίων με αντικείμενο τουλάχιστον δύο μονάδες.
Επιπρόσθετα, πριν ή περί το τέλος της δεκαετίας του 2020 θα πρέπει να υλοποιηθεί και το πρόγραμμα Εκσυγχρονισμού Μέσης Ζωής (ΕΜΖ) των τεσσάρων υποβρυχίων Type 214 της σύμβασης «ΑΡΧΙΜΗΔΗΣ», που το πρώτο εξ αυτών, το «ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ» S120 θα βρίσκεται τότε στο μέσο περίπου της επιχειρησιακής του ζωής. Σε δεύτερη φάση δε (περί τα μέσα δεκαετίας του 2030) θα πρέπει να ακολουθήσει ο ΕΜΖ των δύο υποβρυχίων Type 214 της σύμβασης «ΠΟΣΕΙΔΩΝ ΙΙ».
Σε οικονομικό επίπεδο το κόστος αυτών των δύο προγραμμάτων, δηλαδή της ναυπήγησης νέων υποβρυχίων και του ΕΜΖ των Type 214, εκτιμάται ότι θα είναι κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητο.Υπενθυμίζεται, ότι με βάση τις προβλέψεις του Νόμου 3885/2010 η τιμή των δύο νέων υποβρυχίων Type 214 της σύμβασης «ΠΟΣΕΙΔΩΝ ΙΙ» ανερχόταν σε 500 εκατ. ευρώ ανά μονάδα χωρίς τιμαριθμικές αναπροσαρμογές κατά τη διάρκεια της υλοποίησης της.
Κατά συνέπεια το απόλυτο ελάχιστο του κόστους για τα έξι νέα υποβρύχια ανέρχεται σε 3 δις ευρώ (ή 1 δις ευρώ για δύο μόνο μονάδες) αλλά είναι βέβαιο ότι στην πράξη θα είναι υψηλότεροόχι μόνο λόγω των τιμαριθμικών προσαρμογών αλλά και για έναν άλλο πολύ σημαντικό επιχειρησιακό λόγο.
Προκειμένου να ανταποκριθούν πολυδιάστατα στις επιχειρησιακές απαιτήσεις του θεάτρου επιχειρήσεων της Ανατολικής Μεσογείου (το σημείο αυτό θα αναλυθεί περαιτέρω στο Β΄ μέρος της ανάλυσης) τα νέα υποβρύχια θα πρέπει να είναι ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΥ ΕΚΤΟΠΙΣΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΩΝ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΩΝ ΑΠΟ ΤΑ TYPE 214.
Στο κόστος ναυπήγησης των νέων υποβρυχίων και του ΕΜΖ των Type 214 θα πρέπει επίσης να προστεθεί και το κόστος νέων υποδομών υποστήριξης–συντήρησης που θα πρέπει να δημιουργηθούν (κυρίως στην Κρήτη), ώστε να μεγιστοποιηθεί η δυνατότητα επιχειρήσεων στην Ανατολική Μεσόγειο και φυσικά προμήθειας των όπλων τους (τορπίλες, κατευθυνόμενα βλήματα κατά απειλών αέρος εκτοξευόμενα από το υποβρύχιο σε κατάδυση, εκτοξευόμενα από τορπιλοσωλήνες ή άλλα συστήματα εκτόξευσης κατευθυνόμενα βλήματα για την προσβολή στόχων επιφανείας και ξηράς, κ.λπ.).
ΜΕΡΟΣ Β΄
Ελληνικά υποβρύχια στην Ανατολική Μεσόγειο: επιχειρησιακό πλαίσιο και κρίσιμοι παράμετροι
ΜΕΡΟΣ Γ΄
Οι οικονομικές και βιομηχανικές παράμετροι

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις